- πλωτήρ
- πλωτήρmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλωτῆρα — πλωτήρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλωτῆρας — πλωτήρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλωτῆρες — πλωτήρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλωτῆρι — πλωτήρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλωτῆρος — πλωτήρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλωτῆρσι — πλωτήρ masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλωτῆρσιν — πλωτήρ masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλωτήρεσσιν — πλωτήρ masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλωτήρων — πλωτήρ masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοπλωτήρ — ὁμοπλωτήρ, ῆρος, ὁ (Α) (για πλοίο) αυτός που πλέει μαζί με κάποιον άλλο, ομόπλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + πλωτήρ (< πλώω «πλέω»)] … Dictionary of Greek